- στερνά
- επίρρ. после, потом, затем, позже
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στέρνα — (sterna). Νηκτικό πτηνό της οικογένειας της τάξης των στεγανοπόδων. Ανήκει στην οικογένεια των Λαριδών. Έχει μακρύ ράμφος, λεπτά και μάλλον κοντά πόδια και διαπεραστική φωνή. Τα πιο γνωστά είδη είναι η σ. η ερυθρόραμφη, η σ. η μικρή και η σ. η… … Dictionary of Greek
στερνά — (sterna). Νηκτικό πτηνό της οικογένειας της τάξης των στεγανοπόδων. Ανήκει στην οικογένεια των Λαριδών. Έχει μακρύ ράμφος, λεπτά και μάλλον κοντά πόδια και διαπεραστική φωνή. Τα πιο γνωστά είδη είναι η σ. η ερυθρόραμφη, η σ. η μικρή και η σ. η… … Dictionary of Greek
στέρνα — η (λ. λατ.), χτιστή δεξαμενή νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέρνα — στέρνον breast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάλη Στέρνα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 125 μ., 518 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χέρσου … Dictionary of Greek
στέρν' — στέρνα , στέρνον breast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Autobahn 90 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A90 in Griechenland … Deutsch Wikipedia
στερνήσιος — α, ο, Ν αυτός που προέρχεται από στέρνα («στερνήσιο νερό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] … Dictionary of Greek
στερνί — το, Ν [στέρνα] υποκορ. μικρή στέρνα, μικρή δεξαμενή … Dictionary of Greek
στερνός — ή, ό, Ν 1. κατοπινός, ύστερος 2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά τα γηρατειά 4. φρ. «καλά στερνά» (ως ευχή) καλά γεράματα 5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα»… … Dictionary of Greek
τερνάκι — το, Ν [στέρνα] υποκορ. μικρή στέρνα, μικρή δεξαμενή … Dictionary of Greek